πολογραφία

πολογραφία
ιων. τ. πολογραφίη, ἡ, Α
1. η περιγραφή τών πόλων τού ουρανού και τών ουράνιων σωμάτων
2. ως κύριο όν. Πολογραφία
τίτλος πραγματείας τού Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολογραφίη — πολογραφία description of the heavens fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολογραφίης — πολογραφία description of the heavens fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POLOGRAPHIA — Graece Πολογραφία inter opera Astronomica Democriti, recensetur a Laertio in Vita eius: quâ voce intelligitur descriptio πόλων καὶ ἀναλημμάτων ςκιοθηρικῶν, polorum et analemmatum sciothericorum. Nempe veteres Graeci Πόλον primitus dixêre caelum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”